1. Η Μοσφιλωτή είναι αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λάρνακας και βρίσκεται στην καρδιά των τριών μεγάλων πόλεων: της Λευκωσίας, της Λεμεσού και της Λάρνακας. Η Κοινότητα Μοσφιλωτής απέχει περί τα 21 χλμ από τη Λάρνακα, 22 χλμ από τη Λευκωσία και 44 χλμ από τη Λεμεσό. Αποστάσεις που μπορεί κάποιος να διανύσει με το αυτοκίνητο σε 25 λεπτά της ώρας.

2. Η ονομασία του χωριού Μοσφιλωτή (όπως και εκείνη του χωριού Μοσφιλερή) είναι συνώνυμη, από το δέντρο μοσφιλιά (crataegus azarolus).Υποδηλώνει δε τοποθεσία γεμάτη από τέτοια δέντρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το χρησιμοποιούμενο μέχρι σήμερα στην Κύπρο όνομα της μοσφιλιάς, είναι αρχαίο ελληνικό. Σήμερα δεν σώζονται πολλές μοσφιλιές, λόγω του ότι παλιά επί Βρετανικής κυριαρχίας, λόγω φτώχειας και λιγοστών δουλειών, υπήρχαν αρκετοί ξυλοκόποι που έκοβαν διάφορα δέντρα, μεταξύ των οποίων και μοσφιλιές και πουλούσαν την ξυλεία στους Άγγλους, για τα τζάκια τους. Επίσης χρησιμοποιούσαν την ξυλεία για να κατασκευάζουν τα υποστατικά τους.

Οι ΄Άγγλοι διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους κατοίκους της Μοσφιλωτής, λόγω του ότι αγόραζαν ξυλεία από αυτούς και ο Κυβερνήτης επισκεπτόταν κάθε Σαββατοκύριακο το χωριό, για κυνήγι. Υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι που τον βοηθούσαν στο κυνήγι και τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους για φαγητό.

3. Η Μοσφιλωτή εξυπηρετείται από ένα καλό οδικό δίκτυο. Εφάπτεται του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και απέχει 500μ. από το νέο αυτοκινητόδρομο. Συνδέεται με ασφαλτόστρωτους δρόμους στα δυτικά με το χωριό Σιά (περί τα 2,5χλμ), στα ανατολικά με το χωριό Ψευδάς (περί τα 3,5 χλμ), βορειοανατολικά με το χωριό Λύμπια (περί τα 7χλμ) και νότια με το χωριό Πυργά (περί τα 3 χλμ).

Το χωριό Μοσφιλωτή υπήρχε από τα Μεσαιωνικά χρόνια. Σύμφωνα με το Νέαρχο Κληρίδη, το χωριό κτίστηκε γύρω από το μοναστήρι της Αγίας Θέκλας που προϋπήρχε. Το μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε το 330 μ.Χ. αιώνα, μαζί με το Σταυροβούνι, από την Αγία Ελένη. Η ίδρυση του χωριού γύρω από το μοναστήρι θα πρέπει να τοποθετηθεί στα βυζαντινά χρόνια. Κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας το χωριό ήταν φέουδο, αλλά δεν γνωρίζουμε σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο με το όνομα Mesfolot ή και Mesfelot .

Κάτω από το μοναστήρι υπάρχει αγίασμα που χρησιμοποιείται από τους πιστούς για τη θεραπεία δερματικών νοσημάτων και εκζεμάτων.

Η Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλας πανηγυρίζει στις 24 Σεπτεμβρίου, μέρα που η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της μεγαλομάρτυρος και Ισαποστόλου Αγίας Θέκλας. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της επαρχίας Λάρνακας.

Ο Άγγλος περιηγητής και στρατιωτικός Χένρυ Λάϊτ, κατά την επίσκεψή του στην Μονή της Αγίας Θέκλας, όπου φιλοξενήθηκε για μία νύκτα το 1814, την ημέρα της γιορτής, σε σχετικό κείμενο του αναφέρει ότι η φτώχεια και η αθλιότητα που επικρατούσαν ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό του χωριού, ενδεικτικά των δεινών και των κακουχιών των Ελλήνων της Κύπρου κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1571-1878), του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση.

4. Η Μοσφιλωτή είναι κτισμένη με μέσο υψόμετρο 250μ., με τα βόρεια και δυτικά της σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Λάρνακας. Είναι το πιο κοντινό χωριό της επαρχίας Λάρνακας προς την Λευκωσία. Αποτελεί μέρος των διοικητικών ορίων της επαρχίας Λάρνακας, αλλά εκπαιδευτικά και τηλεπικοινωνιακά υπάγεται στη Λευκωσία. Συνορεύει με τρία χωριά της επαρχίας Λευκωσίας, δυτικά με το χωριό Σια, βόρεια με το χωριό Αλάμπρα και βορειανατολικά με το χωριό Λύμπια.

5. Το χωριό περιβάλλεται από τα βουνά Πίπης, Βιζακερή, Πετρόμουττος και Καλόγερος. Τα βουνά Πίπης και Καλόγερος αναδασώθηκαν το 1981 με πεύκα και σήμερα θεωρούνται ο πνεύμονας του χωριού. Το πράσινο και η ποικιλία της φυσικής βλάστησης των βουνών δίνουν τη φυσική ομορφιά του χωριού.

Από γεωλογικής άποψης κυριαρχούν οι λάβες του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους, πάνω στις οποίες αναπτύχθηκαν φαιοχώματα. Είναι οι ήπιοι αποστρογγυλωμένοι λόφοι από λάβα, που πάνω τους φυτρώνουν αραιά πεύκα, θυμάρι και λάδανος.

Το χωριό Μοσφιλωτή, λόγω του ορυκτού πλούτου του, βρίσκεται σε λατομική περιοχή, όπως και τα χωριά Πυργά και Σια. Στα όριά του λειτουργεί ένα μεγάλο λατομείο, για την επεξεργασία σκυροδέματος και ένα εργοτάξιο επεξεργασίας ασφάλτου.

Παλαιά έγιναν εκσκαφές για ανεύρεση χαλκού και χρυσού. Δύο από αυτές, οι οποίες σώζονται μέχρι σήμερα και έχουν αρκετό βάθος, έγιναν από ένα Έλληνα ονομαζόμενο Προμπονά. Από τότε οι εκσκαφές αυτές πήραν την ονομασία «Η τρύπα του Προμπονά». Η μία βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Πίπης και η άλλη στους πρόποδες του βουνού Βιζακερής. Ο Προπονάς, ο οποίος ήταν και γεωλόγος, τα υλικά, τα οποία αφαιρούσε από τις δύο εκσκαφές, τα μετέφερε με γαϊδούρια σε τοποθεσία κοντά στην Αγία Θέκλα για επεξεργασία. Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν μέχρι σήμερα δύο μικρές δεξαμενές, τις οποίες χρησιμοποιούσε για τον πιο πάνω σκοπό.

Το χωριό το διασχίζει παραπόταμος του ποταμού Τρέμιθου, που διατηρεί νερό στην κοίτη του και κατά τους ανοιξιάτικους μήνες. Κάτι που δικαιολογεί την ύπαρξη ανθρώπων κατά τα παλιά χρόνια, λόγω του ότι τότε η άρδευση στις διάφορες καλλιέργειες γινόταν απευθείας από ποταμούς. Σε διάφορα σημεία του ποταμού, υπήρχαν, μικροί υδατοφράκτες. Κοντά στο Μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, υπάρχει μέχρι σήμερα ένας από αυτούς καθώς και μέρος αυλακιού που χρησιμοποιόταν παλιά, για τη μεταφορά νερού, για τις ανάγκες του χωριού και για τη λειτουργία ενός αλευρόμυλου, ο οποίος δεν σώζεται μέχρι σήμερα. Η περιοχή που λειτουργούσε ο αλευρόμυλος πήρε το όνομα «Παλιόμυλος». Νότια του μοναστηριού της Αγίας Θέκλας υπήρχε και εκεί μικρός υδατοφράκτης, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της γεωργίας σε περιοχή με την ονομασία «Βασίλειες». Το νερό περνούσε με αυλάκι και σε ένα σημείο, που ήταν αδύνατο να περάσει το νερό, λόγω μικρού ρυακιού, κτίστηκε καμάρα με χολέτρα. Μέρος αυτής σώζεται μέχρι σήμερα και ονομάζεται « Η χολέτρα τους Βασίλειες ».

Στα βόρεια του χωριού περνά ο ποταμός Τρέμιθος και αποτελεί τα φυσικά όρια του χωριού με το χωριό Λύμπια. Παλιά υπήρχαν κι εκεί μικροί υδατοφράκτες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της γεωργίας και τη λειτουργία δύο αλευρόμυλων. Από τους αλευρόμυλους αυτούς, που σώζονται μικρά μέρη τους, ο ένας είναι σημειωμένος και στους χάρτες του Κτηματολογίου και βρίσκεται στα όρια της Μοσφιλωτής και έδωσε το όνομά του στην περιοχή, πού ονομάζεται «Μύλος» και ο άλλος βρίσκεται στα όρια της κοινότητας των Λυμπιών. Το 1945 στη θέση του μικρού υδατοφράκτη κτίστηκε πιο μεγάλος υδατοφράκτης λιθόκτιστου τύπου χωρητικότητας 18,000 m 3, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1976 για να κτιστεί στην θέση του μεγαλύτερος υδατοφράκτης, χωρητικότητας 220,000 m 3. Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στα όρια της κοινότητας Μοσφιλωτής.

6. Σε διάφορες τοποθεσίες της Μοσφιλωτής βρέθηκαν κατά καιρούς αρχαία αντικείμενα, σπηλιές και ένας ομαδικός τάφος.

Νότια της Μονής της Αγίας Θέκλας σε απόσταση ενός χλμ, σώζονται μέχρι σήμερα σπήλαια που αποτελούνταν από δωμάτια και πιστεύεται ότι κατοικούνταν κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Η περιοχή αυτή πήρε το όνομα «Σπήλιοι». Μαρτυρίες κατοίκων αναφέρουν ότι οι παλαιότεροι, έβρισκαν μέσα στα σπήλαια πήλινα δοχεία τα οποία πολλά κατέστρεφαν, γιατί δεν γνώριζαν την αξία τους. Σε ένα από τα δοχεία αυτά βρήκαν και σκελετό μικρού παιδιού. Πιστεύεται ότι κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης κατοίκων στην περιοχή και κατά τη διάρκεια επιδρομών των κατακτητών, οι κάτοικοι κατέφευγαν στις σπηλιές για να προστατευθούν. Τα μικρά παιδιά και τα βρέφη τα έκρυβαν στα πήλινα δοχεία και τα σκέπαζαν από πάνω με ρούχο, για να μην ακούγονται τα κλάματά τους και αποκαλυφθούν.

Στο χώρο που στεγάζονται τα γραφεία του Κοινοτικού Συμβουλίου υπάρχει μέχρι σήμερα πηγάδι. Από το πηγάδι αυτό αντλούσαν νερό όλοι οι κάτοικοι του χωριού, για τις καθημερινές τους ανάγκες και το μετέφεραν στα σπίτια τους με πήλινα δοχεία, μέχρι το 1966, οπότε λειτούργησε σύστημα υδροδότησης της κοινότητας.

Στο δρόμο που οδηγεί από τη Μοσφιλωτή στα Λύμπια, κτίστηκε το 1944, ένα πέτρινο γεφύρι πάνω στον ποταμό Τρέμιθο. Σε απόσταση 1300μ, βόρεια από το γεφύρι, προς το χωριό Λύμπια υπάρχει μικρό ξωκλήσι, αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα. Δίπλα από αυτό υπήρχε οικισμός βοσκών. Όταν το τουρκικό ασκέρι έφθασε στα μέρη αυτά από τα Λεύκαρα κατά το έτος 1570, επιτέθηκε εναντίον του οικισμού αυτού με κανόνια, που τα δοκίμαζαν οι Τούρκοι για πρώτη φορά. Άρχισαν να βάλλουν κατά των σπιτιών με βλήματα πέτρινα και ο οικισμός και η εκκλησία καταστράφηκαν. Όσοι κάτοικοι γλίτωσαν, ζήτησαν καταφύγιο στο χωριό Λύμπια. Η μέρα που έγινε η καταστροφή της Αγίας Μαρίνας, ήταν Τρίτη και από τότε η περιοχή αυτή ονομάστηκε «Κακοτρίτη».

Η Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας αναπαλαιώθηκε, ενώ στο χώρο του οικισμού υπάρχουν μέχρι σήμερα ενδείξεις σπηλαίων.

Η περιοχή της «Κακοτρίτης» ήταν γεμάτη από πυκνά δάση. Κατά την παράδοση, από εκεί ξεκίνησε μεγάλη πυρκαγιά και με τη βοήθεια του ανέμου, οι φλόγες προχωρούσαν με μεγάλη ταχύτητα προς το χωριό Αλάμπρα, που βρίσκεται περίπου 3 χλμ δυτικά της «Κακοτρίτης». Οι κάτοικοι της Αλάμπρας τρομαγμένοι μαζεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού τους, την Αγία Μαρίνα, και κλαίοντας την παρακαλούσαν γονατιστοί να τους σώσει. Έτσι έγινε το θαύμα. Είδαν τη σκιά μιας κοπέλας να φεύγει από την εκκλησία, την ακολούθησαν και είδαν να τους οδηγεί εκεί που η φωτιά λυσσομανούσε. Την είδαν να γονατά και να προσεύχεται στο Θεό. Σε λίγο η φωτιά έσβησε και το χωριό τους έμεινε απείρακτο από τις φλόγες. Από τότε το χωριό πήρε το όνομα Αλάμπρα. που παράγεται από το στερητικό άλφα και στην κυπριακή λέξη λαμπρό, που σημαίνει φωτιά.

Κατά το έτος 1426, ο Φράγκος βασιλιάς της Κύπρου Γιάννος, έμαθε ότι οι Μαμελούκοι αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό κι άρχισαν τις λεηλασίες. Πήρε τότε τον στρατό του από την Ποταμιά και προχώρησε προς τη Λεμεσό. Διέσχισε τη Μοσφιλωτή και στάθμευσε νοτιότερα στα Πυργά, όπου συγκέντρωσε όλο το στρατό του. Από εκεί προχώρησε στη Χοιροκοιτία όπου νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος.

7. Η Μοσφιλωτή δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 410 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργείται μια μεγάλη ποικιλία εποχιακών λαχανικών, όπως πατάτες, κραμπιά, καρπούζια, πεπόνια, ντομάτες, αγγουράκια, κρεμμύδια, κολοκάσι, μαρούλια, μπάμιες, πιπέρια, λάχανα, μελιτζάνες και άλλα. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή, όσπρια (λουβιά, κουκιά και ρεβίθια), σιτηρά (κυρίως κριθάρι), νομευτικά φυτά (βίκος και φαρράς), χαρουπιές και λίγες συκιές, μεσπιλιές και χρυσομηλιές.

Μέχρι σήμερα υπάρχουν αρκετές ελιές από την εποχή της Φραγκοκρατίας, γι΄ αυτό και ονομάζονται φραγκοελιές. Νότια του χωριού, παλαιότερα, υπήρχαν αρκετές φυτείες από αμπέλια και γι΄ αυτό η περιοχή έχει την ονομασία «παλιάμπελα». Υπάρχει και περιοχή με την ονομασία «Καμίνια» που παλαιά υπήρχαν καμίνια για την επεξεργασία των σταφυλιών, για την κατασκευή του κρασιού και της ζιβανίας.

Παλιά υπήρχαν και αρκετές φυτείες από βαμβάκι για την κατασκευή κρεβατιών και μαξιλαριών. Υπάρχει τοποθεσία με την ονομασία «βαμβακερή».

Παλιά οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την κεντητική, την υφαντική και την πλεκτική. Αυτά χάθηκαν σιγά – σιγά, με την ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων.

Λόγω μεγάλης ανάπτυξης του χωριού, μεγάλης αναδάσωσης και περιορισμένης έκτασης, δημιουργήθηκε κτηνοτροφική περιοχή σε μη αναπτυσσόμενη περιοχή, δίπλα από το Λατομείο. Εκεί μεταφέρθηκαν οι λιγοστοί κτηνοτρόφοι που απέμειναν. Εκτρέφουν πρόβατα, κατσίκες και κουνέλια. Υπάρχουν και τρεις μεγάλες φάρμες για την εκτροφή πουλερικών. Το 1985 εκτρέφονταν 598 κατσίκες, 252 πρόβατα, 270 χοίροι, 6 αγελάδες και 677 πουλερικά.

8. Ο αρχικός πυρήνας του χωριού είναι πυκνοδομημένος, τα δε σπίτια διατηρούν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Σταδιακά ο οικισμός εγκατέλειψε τον αρχικό του πυρήνα και εξαπλώθηκε κατά μήκος του κύριου ασφαλτοστρωμένου δρόμου που τον διασχίζει

Η Μοσφιλωτή γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις από το 1881 μέχρι το 1921. Το 1881 οι κάτοικοι της ήταν 162, μειώθηκαν στους 161 το 1891, αυξήθηκαν στους 178 το 1901, στους 200 το 1911, αλλά μειώθηκαν στους 169 το 1921.Απο το 1931 και μετά ο πληθυσμός είχε σταθερή αύξηση. Η μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση σημειώθηκε στο χωριό μετά το 1976 και οφειλόταν στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ελληνοκυπρίων προσφύγων, λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974. Στο χωριό δημιουργήθηκε προσφυγικός συνοικισμός. Έτσι το 1982 ο πληθυσμός ανήλθε στους 803 κατοίκους, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή πληθυσμού. Στην τελευταία επίσημη απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 2002, οι κάτοικοι ανήλθαν στους 1095.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Αγία Μαρίνα Ο R. Gunnis (1935) αναφέρει ότι σ’ αυτήν είχε δει ωραία εικόνα της Παναγίας του 16 ου αιώνα, καθώς και άλλη του Αγίου Τρύφωνα του 1684.